ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ, ΚΤΕΛ, ΜΗ ΝΟΜΙΜΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΘΗΚΟΝ!
ΣΟΒΑΡΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ
Γεγονότα της δίκης και θέματα που αναδύονται…
Πάντα σύμφωνα με όσα ο ίδιος ισχυρίζεται στην επώνυμη καταγγελία του στο koumanto.gr
Όλα ξεκίνησαν στις αρχές του 2018 όταν ο δημοσιογράφος (και συνάδελφοι από Αθήνα) είδαν ότι αφ΄ ενός μεν η Αστυνομία συλλαμβάνει αλλοδαπούς στο ΚΤΕΛ Αλεξανδρούπολης αλλά ποτέ δεν ανακοινώνει τις συλλήψεις.
Ο μοναδικός αξιόπιστος τρόπος τεκμηρίωσης του γεγονότος για να μην υπάρξει αμφισβήτησή του από την Αστυνομία ήταν η βιντεοσκόπηση των συλλήψεων αλλοδαπών σε διάφορες χρονικές περιόδους έτσι ώστε να τεθεί υπό των ευθυνών της η Αστυνομία απαντώντας γιατί αναφέρει μόνο τις συλλήψεις αλλοδαπών που γίνονται στο εθνικό οδικό δίκτυο αλλά δεν αναφέρει ούτε μία φορά σε δελτίο τύπου τις συλλήψεις που γίνονταν στο ΚΤΕΛ. Γιατί τις αποκρύπτει;
Η πρόεδρος του δικαστηρίου ίσως θεώρησε ότι η Αστυνομία μπορεί να αποκρύπτει τέτοια γεγονότα και ρωτούσε τον δημοσιογράφο γιατί η Αστυνομία να δημοσιεύει τις συλλήψεις που κάνει στο ΚΤΕΛ. Η Πρόεδρος δηλαδή ζήτησε να αιτιολογηθεί το προφανές, η στοιχειώδης υποχρέωση της Αστυνομίας και δεν θεώρησε ύποπτη την απόκρυψη, παρόλο που ήδη αποκαλύφθηκε το 2018 ένα δίκτυο διακίνησης με συμμετοχή αστυνομικών!
Η μανιώδης προσπάθεια απαγόρευσης λήψης αντιγράφων των καμερών του ΚΤΕΛ είναι άλλος ένας τομέας σκανδαλώδους συμπεριφοράς από αστυνομικούς και εισαγγελείς. Οι αστυνομικοί δεν συμπεριέλαβαν στη δικογραφία τα βίντεο από το ΚΤΕΛ τα οποία επιβεβαιώνουν πλήρως τον δημοσιογράφο. Η εισαγγελέας υπηρεσίας επίσης δεν ζήτησε να τα λάβει, ούτε ο Αρχηγός της Αστυνομίας για να απαντήσει στην καταγγελία της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Όταν δημοσιογράφος ζήτησε από την εισαγγελία τον Αύγουστο του 2018 να του δοθούν αντίγραφα η εισαγγελέας του είπε ότι δεν μπορεί να γίνει αυτό διότι πρέπει να υπάρχει ρητή δικάσιμος για την αυτόφωρη δίκη εναντίον του όπως και για την μήνυση τότε θα υπέβαλλε ο ίδιος (αυτό ήταν αδύνατο διότι δεν μπορούσαν οι υποθέσεις να έχουν ταυτόχρονα δύο δικασίμους).
Όταν προσδιορίστηκε δικάσιμος για την δίκη του ζήτησε εκ νέου αντίγραφα αλλά αντιμετώπισε πάλι άρνηση αυτή τη φορά όμως επειδή έχει προσδιοριστεί δικάσιμος και δεν μπορούσαν να δοθούν τότε, έπρεπε να ζητηθούν στο ακροατήριο. Τελικά, στο ακροατήριο τον Σεπτέμβριο του 2022, τεσσεράμισι χρόνια μετά, ακόμη τα βίντεο δεν έχουν δοθεί.
Συνοψίζουμε τις βασικές επιπλέον καταγγελίες που μας είπε ο δημοσιογράφος-μηνυτής, οι οποίες είναι εξίσου σοβαρές και προβληματίζουν:
Από την σύλληψη ακόμη το 2018 προσπάθησαν να περιορίσουν τους αυτόπτες μάρτυρες εφαρμόζοντας έλεγχο του γύρω χώρου, όπως και με την μη λήψη αντιγράφων των βίντεο από τις κάμερες του ΚΤΕΛ (για να τεκμηριώσουν τα «εγκλήματα» του δημοσιογράφου, όπως υποστήριζαν, πριν τον παραπέμψουν σε εισαγγελέα), δηλαδή από τους καλύτερους και αξιόπιστους μάρτυρες που είναι οι κάμερες, που κατέγραψαν τα πάντα χωρίς προκατάληψη.
Δεν κάλεσαν τους τέσσερις μάρτυρες που ζήτησε ο δημοσιογράφος στην μήνυση και στην κατάθεσή του, ίσως διότι δεν ήταν παρόντες στην σύλληψη και ήθελαν μόνο όσους ήταν αυτόπτες μάρτυρες, δηλαδή μόνο αστυνομικούς οι οποίοι όμως είναι και εμπλεκόμενοι.
Η υπόθεση είχε και άλλες πτυχές για τις οποίες οι μάρτυρες του δημοσιογράφου θα κατέθεταν και άλλωστε οι καλύτεροι μάρτυρες που ήταν διαθέσιμοι ήταν τα βίντεο από τις κάμερες, τα οποία η πρόεδρος του δικαστηρίου αρνήθηκε να δοθούν, συνεχίζοντας την ανίερη «παράδοση» από το 2018.
Μέσα στη δίκη αποκαλύφθηκε η συνδιαλλαγή των αστυνομικών αρχικά με την εισαγγελέα υπηρεσίας κ. Ελένη Καριεντίδου, η οποία (όπως παραδέχτηκε η συνήγορος των αστυνομικών, αλλά και οι ίδιοι) τους κατεύθυνε τότε για το πώς να παρουσιάσουν την υπόθεση εναντίον του δημοσιογράφου.
Δηλαδή «έδωσαν» την εισαγγελέα υπηρεσίας ως υπεύθυνη για τον χειρισμό της υπόθεσης κατά του δημοσιογράφου που ερευνούσε τις σχέσεις αστυνομικών και ΚΤΕΛ με δίκτυα διακίνησης λαθρομεταναστών, παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως μη έχοντες ευθύνη.
Ώστε οι δικαστικοί να επιστρέψουν την «χάρη» και να τους αθωώσουν.
Το γεγονός ότι παρά την στάση του δημοσιογράφου στις 25 Μαΐου 2018 ότι θέλει «να μιλήσει σε εισαγγελέα» όταν είδε τη συμπεριφορά των αστυνομικών, οι αστυνομικοί δεν τον οδήγησαν στην εισαγγελέα υπηρεσίας, ούτε η ίδια ζήτησε να απολογηθεί σε αυτή για να αποδείξει την δική του εκδοχή, αποδεικνύουν την συνδιαλλαγή εισαγγελείας-αστυνομικών για να μην εκτεθούν οι αστυνομικοί και για να κρέμεται η απειλή, για να εκφοβιστεί ο δημοσιογράφος να μην συνεχίσει την έρευνα.
Ακόμη και αν (θεωρητικά) τους «υποχρέωσε» η εισαγγελέας Καριεντίδου να ενεργήσουν παρά την θέλησή τους, αυτοί έχουν υποχρέωση όπως κάθε δημόσιος λειτουργός, να υποβάλλουν γραπτές αντιρρήσεις στην συνέχεια για να μην έχουν ποινική ευθύνη. Κανένας τους δεν υπέβαλε αντιρρήσεις, συνεπώς δεν εξαναγκάστηκαν ή από κοινού με την εισαγγελέα ενήργησαν του δημοσιογράφου χρησιμοποιώντας την ποινική δίωξή του ως εργαλείο εκφοβισμού-εκβιασμού να μην συνεχίσει την έρευνα..
Η στάση της εισαγγελέως της έδρας είναι άλλη μία απόδειξη ότι υπήρξε μία αλληλοκάλυψη αστυνομικών και δικαστικών διότι η μοναδική ουσιαστικά ερώτηση που υπέβαλε στον δημοσιογράφο ήταν γιατί εξακολουθεί να θέλει την δίωξη των αστυνομικών τη στιγμή που ο ίδιος αθωώθηκε! Την μήνυση την υπέβαλε το 2018 και η τυπική διοικητική αθώωσή του έγινε το 2021, η μήνυση υπήρχε ήδη, δεν έγινε μετά.
Αφού υποτίθεται ότι ο δημοσιογράφος αθωώθηκε μετά από την αλλαγή του ποινικού κώδικα και τα μέτρα που λήφθηκαν για αποσυμφόρηση δικαστηρίων λόγω των προβλημάτων από τον κορονοϊό, δεν θα μπορούσε να υπάρξει και αθώωση των αστυνομικών οι οποίοι διώχθηκαν για ψευδή καταμήνυση, ψευδή κατάθεση και συκοφαντική δυσφήμιση του δημοσιογράφου.
Το ένα αποκλείει το άλλο και το γεγονός ότι αθωώθηκαν οι αστυνομικοί υποχρεώνει οποιονδήποτε να σκεφτεί ότι η “ποιότητα της αθώωσης” του δημοσιογράφου (αλλά και κάθε άλλου σε τέτοια θέση) μέσω των διοικητικών μέτρων με τον ποινικό κώδικα και την αποσυμφόρηση δικαστηρίων, είναι χαμηλότερη και έχουμε δύο ταχύτητες-ποιότητες αθώων πολιτών.
Η συνήγορος των αστυνομικών δήλωσε ανοιχτά στο δικαστήριο ότι ο δημοσιογράφος έπρεπε να ευχαριστήσει τους αστυνομικούς διότι τον άφησαν να σβήσει τα βίντεο και με αυτό τον τρόπο να αθωωθεί. Φυσικά με βάση την καταγγελία, η κατάσταση είναι ακριβώς αντίθετη διότι οι αστυνομικοί φέρονται ακόμη και με την προβολή όπλου (μέσα στη θήκη) μπροστά στον δημοσιογράφο όπως επίσης και με επανειλημμένες πιέσεις να εντοπίσει τα βίντεο στο κινητό του τηλέφωνο και να τα σβήσει, οδήγησαν στην διαγραφή αποδεικτικών στοιχείων για την παρανομία των αστυνομικών.
Η αποδοχή της συνηγόρου των αστυνομικών ότι άφησαν τον δημοσιογράφο να σβήσει τα βίντεο για να “πέσει στα μαλακά” αποτελεί ομολογία συμμετοχής των αστυνομικών σε καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων και αυτό πέρασε “στο έτσι” από την πρόεδρο του δικαστηρίου.
Ο δημοσιογράφος φυσικά δεν αθωώθηκε χάρη των αστυνομικών άλλα διότι οι διοικητικές αποφάσεις της κυβέρνησης σε σχέση με τον Ποινικό Κώδικα και την ελάφρυνση των δικαστηρίων λόγω του Κορονοϊού, περιελάμβανε και την υπόθεση και με αυτόν τον τρόπο αποσύρθηκαν οι κατηγορίες εναντίον του.
Δηλαδή, έστησαν κατηγορία εναντίον του αλλά τους οφείλει ευχαριστώ, «σαν να με στέλνουν στο εκτελεστικό απόσπασμα αλλά να μου επιτρέπουν να φορέσω αλεξίσφαιρο γιλέκο», όπως ο ίδιος ο δημοσιογράφος, μας είπε αστειευόμενος.
Θανάσης Ζωγράφος
Email: mme.dimosiotita@gmail.com
Κιν. Επικοινωνίας: 6948961006
FACEBOOK: https://www.facebook.com/koumanto